ινδικοπλάστης

ινδικοπλάστης
ἰνδικοπλάστης, ὁ (Α)
χρωματιστής, βαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰνδικόν, το «χρωστική ουσία» + -πλαστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειο-πλάστης, κηρο-πλάστης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”